Μια από τις τραγικότερες συνέπειες της Κατοχής στην Ελλάδα ήταν ο λιμός του πρώτου χειμώνα (1941-1942) που άφησε πίσω του χιλιάδες νεκρούς είτε άμεσα από την πείνα είτε έμμεσα από τις κακουχίες και τις αρρώστιες που κατέβαλε τον υποσιτιζόμενο πληθυσμό. Η τραγικότητα του φαινομένου και το δέος που προκαλεί, δεν βοήθησαν στην επιστημονική προσέγγισή του. Αντίθετα μέχρι σήμερα ακόμη κυκλοφορούν αυθαίρετα νούμερα για τον αριθμό των θυμάτων, μεγαλύτερα και από αυτά που για προφανείς λόγους έδινε η συμμαχική προπαγάνδα της εποχής ενώ και τα αίτια, μικρά και μεγάλα, που οδήγησαν στο λιμό συχνά καλύπτονται από την ατεκμηρίωτη κατηγορία κατά των κατοχικών δυνάμεων ότι επεδίωκαν σκόπιμα μια γενοκτονία.
Η Ελλάδα καταλήφθηκε την άνοιξη του 1941 από τα γερμανικά στρατεύματα μετά και την αποτυχημένη ιταλική επίθεση εναντίον της. Αμέσως σχεδόν χωρίστηκε σε τρεις ζώνες κατοχής, την μεγαλύτερη υπό τον έλεγχο της Ιταλίας, ένα μέρος της Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας από τη Βουλγαρία και τα κύρια στρατηγικά μέρη όπως Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Έβρος-Κρήτη από τους Γερμανούς. Οι Γερμανοί δεν είχαν ιδιαίτερες βλέψεις για τη χώρα αλλά αναγκάστηκαν να επέμβουν μπροστά στην επικείμενη ιταλική αποτυχία και στην απόβαση βρετανικών δυνάμεων. Αντίθετα η προτεραιότητα τους από καιρό ήταν η εισβολή στη Σοβιετική Ένωση. Από τα αντίποινα κατά του άμαχου πληθυσμού μετά τη μάχη της Κρήτης αλλά και το γενικότερο γοργό εκβαρβαρισμό του πολέμου στα Βαλκάνια και στη Σοβιετική Ένωση φάνηκε καθαρά ότι η ναζιστική ιδεολογία που πρέσβευαν οι Γερμανοί κατακτητές περιφρονούσε τους μέχρι τότε κοινά αποδεκτούς κανόνες και συνθήκες διεξαγωγής του πολέμου. Αντίθετα ο ρατσισμός τους δικαιολογούσε την πλήρη εκμετάλλευση των υπολοίπων για χάρη της γερμανικής «Αρίας φυλής».
Έτσι και στην Ελλάδα οι Γερμανοί προσπάθησαν από την πρώτη στιγμή να λεηλατήσουν τους πόρους της χώρας όχι μόνο για τις ανάγκες των εδώ κατοχικών στρατευμάτων αλλά γενικότερα για την πολεμική τους προσπάθεια. Οι μέθοδοι είναι γενικά γνωστές : κατασχέσεις, επιτάξεις, κυκλοφορία ακάλυπτου νομίσματος, επιβάρυνση της χώρας με υπέρμετρα «έξοδα κατοχής». Λίγο τους ενδιέφερε το αντίκτυπο όλων αυτών στην εικόνα τους απέναντι στον πληθυσμό, τα περιθώρια για τέτοιες ευαισθησίες ήταν μικρά και περιορίζονταν στις κατεχόμενες χώρες της Δυτικής Ευρώπης και όχι στις εσχατιές των Βαλκανίων.
Αναμφισβήτητα πρωταρχική αιτία του λιμού, όπως και όλων των άλλων τότε δεινών για τη χώρα, υπήρξε η γερμανική κατοχή. Χωρίς αυτήν την πρώτη «κινητήρια» αιτία δεν θα συνέβαιναν όλα τα υπόλοιπα που συνέτειναν στην εμφάνιση του φαινομένου. Μπροστά στις ανάγκες της Γερμανίας, ελάχιστη σημασία είχαν οι όροι επιβίωσης των υπόδουλων πληθυσμών, ειδικά στην Ανατολική Ευρώπη, θεωρούμενη ως «ζωτικός χώρος» κατά τη ναζιστική ιδεολογία και πρακτική. Τις τύχες αυτής της περιοχής ακολούθησε σε γενικές γραμμές και η Ελλάδα.
Ήδη προπολεμικά η χώρα εισήγαγε σημαντικό ποσοστό των απαραίτητων για αυτήν αγαθών και μάλιστα από τη θάλασσα στον Πειραιά. Αυτή η εξάρτηση από τους θαλάσσιους δρόμους στάθηκε μοιραία για τον ανεφοδιασμό ειδικά της Αθήνας και του Πειραιά τον πρώτο χειμώνα της κατοχής καθώς οι Σύμμαχοι είχαν αποκλείσει από τη θάλασσα την επικράτεια του Άξονα. Από την άνοιξη του 1942 θα επέλθει συμφωνία μεταξύ των εμπολέμων για την άρση του αποκλεισμού (μοναδική κατά τη διάρκεια του πολέμου) και θα εισαχθεί στη συνέχεια η διεθνής βοήθεια θέτοντας σταδιακά τέρμα στην απειλή της πείνας.
Μια σειρά άλλοι λόγοι, συνδεόμενοι μεταξύ τους, οδήγησαν στο λιμό που έπληξε συγκεκριμένες περιοχές, τις μεγάλες πόλεις και κυρίως την πρωτεύουσα αλλά και τα νησιά που έμειναν χωρίς σύνδεση με την ενδοχώρα και τα αποθέματά της. Η κατοχή επέφερε και μια ουσιαστικά κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού. Η χρησιμοποίηση του μηχανισμού αυτού από τις κατοχικές δυνάμεις για τους σκοπούς τους αλλά και η τοποθέτηση μιας κυβέρνησης δωσιλόγων οδήγησε στην αποστασιοποίηση της κοινωνίας από το μηχανισμό αυτό. Οι αγρότες προπολεμικά παρέδιδαν τη σοδειά τους στο κράτος σε προσυμφωνημένες τιμές μέσω του συστήματος της συγκέντρωσης της παραγωγής. Μέσα στην κατοχή κανένας δεν ήταν πρόθυμος να παραδώσει τη σοδειά του φοβούμενος ότι θα καταλήξει στις κατοχικές δυνάμεις και μάλιστα έναντι χρηματικού τιμήματος, το όποιο είχε πλέον μηδαμινή αξία. Μα ακόμη και το τμήμα της παραγωγής που μαζευόταν, ήταν στο έλεος των ανεξέλεγκτων τοπικών παραγόντων και των τοπικών τοποτηρητών των κατοχικών στρατευμάτων. Επιπλέον έλειπαν τα μεταφορικά μέσα για τη μεταφορά προς τα αστικά κέντρα, τα αυτοκίνητα είχαν επιταχτεί και τα καύσιμα επίσης. Δεν είναι μάλλον τυχαίο ότι το αποκορύφωμα των θανάτων στην Αθήνα συνέπεσε με τη διακοπή των σιδηροδρομικών δρομολογίων για ένα μήνα, το Δεκέμβριο του 1941. Τέλος, η χώρα είχε χάσει τη διοικητική συνοχή της καθώς είχε τρεις κατακτητές που λίγο τους ενδιέφερε τι γινόταν παραπέρα. Π.χ. οι εύφορες περιοχές υπό βουλγαρική κατοχή αποκόπηκαν από τον υπόλοιπο κορμό της χώρας ενώ το λάδι της Κρήτης ή της Μυτιλήνης ήταν στα χέρια του γερμανικού στρατού.
Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την κατάρρευση της τροφοδοσίας της πρωτεύουσας, η οποία έζησε επίσης και έναν βαρύ χειμώνα που αποδεκάτισε τους υποσιτιζόμενους κατοίκους της. Ποιοι όμως χτυπήθηκαν από την πείνα; Η έρευνα δείχνει ότι τα θύματα του λιμού μπορούν να περιγραφούν καλύτερα και στην περίπτωση αυτή φαίνεται ότι η κοινωνική διαφοροποίηση οδηγεί και σε διαφοροποίηση μπροστά στο θάνατο.
Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων του λιμού δεν έχει αποσαφηνιστεί. Εκτός των νεκρών που ο θάνατος τους αποδίδεται σε «ασιτία», «υποσιτισμό» ή και «αθρεψία», είναι λογικό να πιστεύουμε ότι ο υποσιτισμός άνοιξε το δρόμο για μια σειρά αρρώστιες και επιδημίες που υπό άλλες συνθήκες δεν θα ήταν τόσο θανατηφόρες. Ενδεικτικά αναφέρουμε τη φυματίωση στις πόλεις και την ελονοσία στην ύπαιθρο. Επίσης ένας ορισμένος αριθμός νεκρών δεν δηλώθηκε ποτέ στα ληξιαρχεία για να μπορέσουν οι οικείοι τους να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τα δελτία τροφίμων τους ή και δεν έφτασαν ποτέ στα νεκροταφεία μιας και τα έξοδα μιας κηδείας ήταν απαγορευτικά στις τότε καταστάσεις.
Ο λιμός ήταν θανατηφόρος για όσους βρίσκονταν στη χαμηλότερη κοινωνική κλίμακα και βρέθηκαν χωρίς κανένα περιουσιακό στοιχείο ή κοινωνική διασύνδεση που θα μπορούσε να τους γλιτώσει από τα χειρότερα. Πολλά θύματα υπήρξαν ανάμεσα στους τραυματίες και αρρώστους του στρατού της Αλβανίας που αφέθηκαν εν πολλοίς στην τύχη τους στα νοσοκομεία. Αλλά και οι υγιείς επαρχιώτες πρώην συνάδελφοι τους δεν είχαν πολύ καλύτερη τύχη. Μη μπορώντας να επιστρέψουν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, έγιναν επαίτες στους δρόμους της Αθήνας και του Πειραιά και αποδεκατίστηκαν από την πείνα και το κρύο. Χαρακτηριστική περίπτωση οι άνδρες της πρώην 5ης Μεραρχίας Κρήτης. Οι πρόσφυγες του 1922 ήταν μια άλλη κατηγορία που δοκιμάστηκε σκληρά. Λίγα χρόνια μετά την άφιξη τους, παρέμεναν σε παραπήγματα στις προσφυγικές γειτονιές όντας οι περισσότεροι εργάτες σε βιομηχανίες ή κάνοντας δουλειές του ποδαριού. Με την οικονομική κρίση που προκάλεσε η κατοχή έμειναν οι περισσότεροι χωρίς δουλειά και εισόδημα ενώ επιπλέον δεν είχαν κοινωνικές διασυνδέσεις με άλλους σε καλύτερη τύχη ούτε χωριά στην ύπαιθρο για να καταφύγουν και να επιβιώσουν. Γενικότερα δοκιμάστηκαν από την πείνα όσοι στηρίζονταν στο μισθό ή τη σύνταξη τους για να τα βγάλουν πέρα, τα εργατικά και δημοσιοϋπαλληλικά στρώματα, μιας και το χρήμα έχασε γρήγορα την αξία του. Οι πρώτες διεκδικήσεις εργαζομένων, που προμηνύουν τους μεγάλους αγώνες της κατοπινής αντιστασιακής περιόδου, αφορούν την πληρωμή τους σε είδος ενώ λίγο μετά οργανωμένοι σε συνεταιρισμούς οι εργαζόμενοι διεκδικούν από το κατοχικό κράτος μεγαλύτερο μέρος από τη διεθνή βοήθεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου