Τρίτη 9 Απριλίου 2013

Το αρκουδάκι


   
   Η τελευταία Κυριακή του Πάσχα είχε φτάσει στο τέλος της με τον ήλιο να δύει και τη μικρή Ελένη να περιπλανιέται στους δρόμους της γειτονιάς της σκεφτόμενη την έκθεση που θα της έβαζε την άλλη μέρα η δασκάλα της με θέμα «Πώς πέρασα το Πάσχα.» Η Ελένη δεν ήταν καλή μαθήτρια και βαριόταν τα μαθήματα. Το μόνο που της άρεσε να κάνει ήταν να παίζει με παιχνίδια.                                                                                                                                     
    Όπως λοιπόν κόντευε να φτάσει στ σπίτι της άκουσε έναν ήχο. Σταμάτησε να περπατά και κοίταξε τριγύρω, χωρίς όμως να βλέπει κανένα. Ο ήχος ξανακούστηκε αυτή τη φορά συνοδευόμενος από μία φωνή που της έλεγε: «Καλέ εδώ μέσα στο μαγαζί! Γύρνα λίγο.»                                                           
     Η Ελένη έκανε μια στροφή γύρω από τον εαυτό της και μόλις γύρισε από την άλλη συνειδητοποίησε ότι στεκόταν έξω από ένα μαγαζί με παιχνίδια που η πόρτα του ήταν ανοιχτή χωρίς όμως να είναι κανένας μέσα και ξέροντας ότι τις Κυριακές όλα τα μαγαζιά ήταν κλειστά στην πόλη της. 
     Έτσι η Ελένη κοίταξε, ξανακοίταξε και ξανακοίταξε το μαγαζί διστακτικά μπήκε μέσα και ρώτησε: «Είναι κανείς εδώ;» Αλλά το μόνο που της απάντησε ήταν ο προηγούμενος ανατριχιαστικός ήχος. Παρ’ όλα αυτά κατάφερε να τον αγνοήσει, αφού το βλέμμα της έπεσε πάνω σε ένα μικρό όμορφο ροζ αρκουδάκι που τη χαιρετούσε. Σε λίγο όμως το αρκουδάκι της μίλησε λέγοντας της: «Μη φοβάσαι είμαι πολύ απαλό. Δεν πρόκειται να σου κάνω κακό.»
      Σε λίγο η Ελένη ξεμύτισε από τον αρκούδο και ρώτησε για περισσότερες λεπτομέρειες όπως: πώς ένα μαγαζί είχε ανοιχτή την πόρτα χωρίς να είναι κανένας μέσα, πώς γινόταν ένα αρκουδάκι να μιλάει και να κουνιέται και τι ήταν αυτός ο ανατριχιαστικός θόρυβος. Το αρκουδάκι τότε της είπε: «Πρώτον ηρέμησε και δεύτερον κατέβασέ με από εδώ πάνω είναι πολύ στενά.»
       Η Ελένη υπάκουσε στις εντολές του συνεχίζοντας να είναι ταραγμένη.
-Ευχαριστώ. Έλα κάθισε πάνω στον αρκούδο να είσαι πιο άνετα. Λοιπόν ας γνωριστούμε καλύτερα. Εμένα με λένε Teddy. Είμαι πιο ξεχωριστός από τα άλλα αρκουδάκια. Μου αρέσει να με χαϊδεύουν στο κεφάλι και να με παίρνουν στο κρεβάτι γιατί είμαι και λίγο υπναράς. Εσένα πώς σε λένε; Ρώτησε το αρκουδάκι.
- Εμένα με λένε Ελένη. Δεν είμαι καλή μαθήτρια, βαριέμαι τα μαθήματα και μου αρέσει να κοιμάμαι και να παίζω με παιχνίδια σαν κι εσένα. Λοιπόν θα απαντήσεις στις ερωτήσεις μου τώρα; Ρώτησε η Ελένη.
- Βεβαίως! Τι θες να μάθεις;
- Πρώτα θέλω να μάθω γιατί δεν είναι κανείς εδώ.
- Στο μαγαζί δεν είναι κανείς, γιατί ο ιδιοκτήτης που είχε έρθει να ελέγξει κάτι άκουσες τον ήχο που άκουσες κι εσύ και έφυγε αφήνοντας ανοιχτή την πόρτα. Αλλά για να καταλάβεις καλύτερα ίσως πρέπει να σου πω την ιστορία μου.
      Λοιπόν όταν ήμουν μικρός δεν μου άρεσαν τα μαθήματα, σαν κι εσένα. Εγώ όμως δεν πήγαινα καθόλου σχολείο. Στη χώρα μου όμως, τη χώρα τον αρκουδιών, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Δηλαδή. Όποιος δε διάβαζε και δεν πήγαινε σχολείο, όπως εγώ, τον πήγαιναν σε ένα εργοστάσιο και τον έκαναν ένα πλαστικό, χνουδωτό αρκουδάκι που το ζουπάνε τα παιδιά. Όπως είμαι εγώ τώρα και όλα τα αρκουδάκια γύρω σου.
       Στο εργοστάσιο αυτό μας έβαζαν σε ένα διάδρομο και μας έριχναν κόλλα παντού και μας κόλλαγαν διαφόρων χρωμάτων χνούδια αλλά και μάτια, στόμα και μύτη που είναι στα αλήθεια πολύ ενοχλητικά. Να πώς κατάντησα, επειδή αντί να διαβάζω καθόμουν και κοιμόμουν. Ορίστε τώρα πεινάω και κάνω ανατριχιαστικούς ήχους που τους διώχνουν όλους. Γι αυτό Ελένη σε συμβουλεύω να μην είσαι τόσο αρνητική με τα μαθήματα, γιατί σίγουρα έτσι δε θα πετύχεις πολλά στη ζωή σου και δε θα είσαι για τον εαυτό σου και για αυτό που έκανες.
-Ίσως έχεις δίκιο ίσως πρέπει να προσπαθήσω από αύριο κιόλας. Θα πρέπει να πετύχω κι εγώ κάτι στη ζωή μου και να προσφέρω κι εγώ. Λοιπόν αύριο μετά το σχολείο θα σου φέρω κάτι να φας και μετά θα πάω αμέσως να κάνω τα μαθήματα μου για να έχω χρόνο μετά να παίξω με τα παιχνίδια μου. Τώρα όμως πρέπει να φύγω, θα τα πούμε αύριο. Καληνύχτα!
       Η Ελένη χαιρέτησε το αρκουδάκι και το έβαλε πίσω στη θέση του και έφυγε κατευθείαν για το σπίτι της.
       Την άλλη μέρα, η Ελένη, πήρε πολλά «ΜΠΡΑΒΟ» από τους δασκάλους της. Όμως το μεσημέρι που πήγε στο μαγαζί για να δώσει φαγητό στο αρκουδάκι βρήκε την πόρτα κλειδωμένη αλλά από μέσα το αρκουδάκι της είπε:
-Συνέχισε την καλή δουλειά, εγώ θα είμαι μια χαρά. Η Ελένη όμως δεν του είχε πει τα νέα της.
        Εκείνη τη στιγμή δεν έβαλε πολύ σημασία στα λόγια του, αλλά όταν μεγάλωσε και κατάφερε να γίνει νηπιαγωγός τα παιδιά της γύρισαν πίσω το χρόνο και τότε κατάλαβε ότι το αρκουδάκι ήταν μαγικό και είχε έρθει στον κόσμο για να τη σώσει από  την αποτυχία. Έτσι έγινε πολύ ευτυχισμένη!   
                                                                                        Ν.Ζ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου